Πολλές έρευνες έχουν επαληθεύσει τη σχέση ανάμεσα στη νεανική παραβατικότητα και στην κακοποίηση των παιδιών. Πρόκειται για συχνή διαπίστωση, που καταγράφεται και από τους επιμελητές ανηλίκων των Δικαστηρίων Ανηλίκων της χώρας κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους με τους ανηλίκους παραβάτες και το περιβάλλον τους.
Η κακοποίηση ανάγεται στη συμπεριφορά προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος σε βάρος των παιδιών, ενώ η παραβατικότητα αναφέρεται σε πράξεις των παιδιών εναντίον άλλων. Ομως δεν απασχολούν το ίδιο τη δικαιοσύνη. Ευκολότερα ξοδεύονται πόροι που προφυλάσσουν τους πολίτες απο τους «επικίνδυνους νέους», ώστε να εξασφαλισθεί η τάξη, και δυσκολότερα διατίθενται πόροι για παρεμβάσεις δευτερογενούς πρόληψης στην οικογένεια και στην προστασία των παιδιών.
Ενα σύνολο βασικών παραγόντων διαφορετικής προέλευσης συντείνουν άμεσα στην εκδήλωση της νεανικής παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παράγοντες αυτοί είναι α) πολιτισμικοί και συνδέονται με την εσωτερική λειτουργία της οικογένειας, β) κοινωνικοί (ανεργία, φτώχεια, μετανάστευση κλπ), γ) ψυχοβιολογικοί (προβλήματα υγείας, διαταραχές των γονέων που επηρεάζουν τη γονεϊκή τους ικανότητα κ.ά.).
Η κακοποίηση ανάγεται στη συμπεριφορά προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος σε βάρος των παιδιών, ενώ η παραβατικότητα αναφέρεται σε πράξεις των παιδιών εναντίον άλλων. Ομως δεν απασχολούν το ίδιο τη δικαιοσύνη. Ευκολότερα ξοδεύονται πόροι που προφυλάσσουν τους πολίτες απο τους «επικίνδυνους νέους», ώστε να εξασφαλισθεί η τάξη, και δυσκολότερα διατίθενται πόροι για παρεμβάσεις δευτερογενούς πρόληψης στην οικογένεια και στην προστασία των παιδιών.
Ενα σύνολο βασικών παραγόντων διαφορετικής προέλευσης συντείνουν άμεσα στην εκδήλωση της νεανικής παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παράγοντες αυτοί είναι α) πολιτισμικοί και συνδέονται με την εσωτερική λειτουργία της οικογένειας, β) κοινωνικοί (ανεργία, φτώχεια, μετανάστευση κλπ), γ) ψυχοβιολογικοί (προβλήματα υγείας, διαταραχές των γονέων που επηρεάζουν τη γονεϊκή τους ικανότητα κ.ά.).
Η ανεπαρκής γονεϊκή φροντίδα και η κακοποίηση ενός παιδιού είναι δυνατόν να οδηγήσουν, καταρχάς μέσα στην οικογένεια και αργότερα στο σχολικό περιβάλλον, στην εκδήλωση προβλημάτων διαγωγής. Η σχολική αποτυχία οδηγεί στη διαλείπουσα φοίτηση και συχνά στην απομάκρυνση από το σχολικό περιβάλλον. Οι πολλαπλές αποτυχίες και απογοητεύσεις εύκολα οδηγούν έναν έφηβο στο να ενταχθεί σε ομάδα συνομηλίκων με παρόμοια προβλήματα. Στη συνέχεια, η παραβατική συμπεριφορά είναι πιθανή.
Επομένως η παραβατική και η εγκληματική συμπεριφορά των νέων είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του εξαρτάται όχι μόνον από το νομικό πλαίσιο της χώρας μας αλλά και από την ποιότητα κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται, ιδίως προληπτικά σε θέματα που αφορούν τις οικογενειακές δυσλειτουργίες (κρίση σχέσεων, Βία κλπ.)
Το σχολείο είναι ο σημαντικότερος κοινωνικοποιητικός παράγοντας, μαζί με την οικογένεια. Οι ενέργειες για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας σ αυτό το στάδιο, θα αποτελούσαν παρεμβάσεις δευτερογενούς πρόληψης, εστιάζοντας στην ανάπτυξη και βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών. Έτσι θα διευκολυνόταν η προσαρμογή στο σχολείο, ενώ παράλληλα θα παρεχόταν στήριξη στο γονεϊκό ρόλο.
Σύνηθες είναι πολλά παιδιά θύματα παραμέλησης και ενδοοικογενειακής βίας και, με δεδομένη την επικινδυνότητα των οικογενειών τους, να εκδηλώνουν βίαιη συμπεριφορά στο σχολικό πλαίσιο. Υπάρχει έλλειψη κοινωνικής πολιτικής και ανεπάρκεια συστήματος κοινωνικής φροντίδας και πρόνοιας σε τοπικό επίπεδο. Το σχολείο είναι προσανατολισμένο κυρίως στη μετάδοση γνώσεων και όχι στη διαπαιδαγώγηση. Έτσι είναι ανέτοιμο να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις αυτών των παιδιών. Γι'αυτό όταν ζητά βοήθεια και προστασία απευθύνεται στις υπηρεσίες δίωξης και καταστολής. Ετσι, ο ανήλικος αντιμετωπίζεται ως «παραβάτης» που πρέπει να «αναμορφωθεί», ενώ η οικογένεια του χαρακτηρίζεται «διαλυμένη» και οι γονείς «αδιάφοροι» και γι αυτό συχνά καλούνται να λογοδοτήσουν για «παραμέληση εποπτείας ανηλίκου». Η αναποτελεσματικότητα και τα αδιέξοδα από αυτήν την αντιμετώπιση είναι προφανή.
Τα ερευνητικά δεδομένα και η επαγγελματική γνώση και εμπειρία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις σε πολυεπίπεδα ζητήματα που αφορούν στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Η αναζήτηση της σχέσης ανάμεσα στην παραβατική συμπεριφορά των νέων και την προηγηθείσα κακοποίηση ή παραμέληση τους στο πλαίσο ενός δυσλειτουργικού οικογενειακού περιβάλλοντος είναι εφικτή. Οπως εφικτή και απαραίτητη είναι η δημιουργία ενός προστατευτικού προληπτικού σχεδίου γι'αυτές τις περιπτώσεις των ανηλίκων και των οικογενειών τους. Η υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και η έλλειψη κοινωνικής πολιτικής οδηγούν σε μεγαλύτερα αδιέξοδα. Λύσεις που μειώνουν τη γραφειοκρατία και τα έξοδα, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη μείωση της εγκληματικότητας και στην κοινωνική συνοχή υπάρχουν. Η λειτουργία του οικογενειακού δικαστηρίου παράλληλα με την κωδικοποίηση του δικαίου περί ανηλίκων και οικογένειας είναι προς αυτήν την κατεύθυνση.
Θυμίζουμε τις ρυθμίσεις των άρθρων 48 έως 54 του Ν. 2447/2006 για την υποχρεωτική εκδίκαση όλων των υποθέσεων του οικογενειακού δικαίου σε όλα τα πολιτικά δικαστήρια της ουσίας από ειδικό τμήμα με αποκλειστική αρμοδιότητα. Στον ίδιο δικαιοδοτικό κύκλο πρέπει να συμπεριληφθεί και η λειτουργία του ποινικού Δικαστηρίου των ανηλίκων. Ετσι η εφαρμογή των ξεχασμένων διατάξεων του νόμου θα ήταν το πρώτο Βήμα για την αναβάθμιση και αποτελεσματικότερη λειτουργία του ποινικού Δικαστηρίου των ανηλίκων.
Επομένως η παραβατική και η εγκληματική συμπεριφορά των νέων είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του εξαρτάται όχι μόνον από το νομικό πλαίσιο της χώρας μας αλλά και από την ποιότητα κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται, ιδίως προληπτικά σε θέματα που αφορούν τις οικογενειακές δυσλειτουργίες (κρίση σχέσεων, Βία κλπ.)
Το σχολείο είναι ο σημαντικότερος κοινωνικοποιητικός παράγοντας, μαζί με την οικογένεια. Οι ενέργειες για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας σ αυτό το στάδιο, θα αποτελούσαν παρεμβάσεις δευτερογενούς πρόληψης, εστιάζοντας στην ανάπτυξη και βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών. Έτσι θα διευκολυνόταν η προσαρμογή στο σχολείο, ενώ παράλληλα θα παρεχόταν στήριξη στο γονεϊκό ρόλο.
Σύνηθες είναι πολλά παιδιά θύματα παραμέλησης και ενδοοικογενειακής βίας και, με δεδομένη την επικινδυνότητα των οικογενειών τους, να εκδηλώνουν βίαιη συμπεριφορά στο σχολικό πλαίσιο. Υπάρχει έλλειψη κοινωνικής πολιτικής και ανεπάρκεια συστήματος κοινωνικής φροντίδας και πρόνοιας σε τοπικό επίπεδο. Το σχολείο είναι προσανατολισμένο κυρίως στη μετάδοση γνώσεων και όχι στη διαπαιδαγώγηση. Έτσι είναι ανέτοιμο να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις αυτών των παιδιών. Γι'αυτό όταν ζητά βοήθεια και προστασία απευθύνεται στις υπηρεσίες δίωξης και καταστολής. Ετσι, ο ανήλικος αντιμετωπίζεται ως «παραβάτης» που πρέπει να «αναμορφωθεί», ενώ η οικογένεια του χαρακτηρίζεται «διαλυμένη» και οι γονείς «αδιάφοροι» και γι αυτό συχνά καλούνται να λογοδοτήσουν για «παραμέληση εποπτείας ανηλίκου». Η αναποτελεσματικότητα και τα αδιέξοδα από αυτήν την αντιμετώπιση είναι προφανή.
Τα ερευνητικά δεδομένα και η επαγγελματική γνώση και εμπειρία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις σε πολυεπίπεδα ζητήματα που αφορούν στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Η αναζήτηση της σχέσης ανάμεσα στην παραβατική συμπεριφορά των νέων και την προηγηθείσα κακοποίηση ή παραμέληση τους στο πλαίσο ενός δυσλειτουργικού οικογενειακού περιβάλλοντος είναι εφικτή. Οπως εφικτή και απαραίτητη είναι η δημιουργία ενός προστατευτικού προληπτικού σχεδίου γι'αυτές τις περιπτώσεις των ανηλίκων και των οικογενειών τους. Η υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και η έλλειψη κοινωνικής πολιτικής οδηγούν σε μεγαλύτερα αδιέξοδα. Λύσεις που μειώνουν τη γραφειοκρατία και τα έξοδα, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη μείωση της εγκληματικότητας και στην κοινωνική συνοχή υπάρχουν. Η λειτουργία του οικογενειακού δικαστηρίου παράλληλα με την κωδικοποίηση του δικαίου περί ανηλίκων και οικογένειας είναι προς αυτήν την κατεύθυνση.
Θυμίζουμε τις ρυθμίσεις των άρθρων 48 έως 54 του Ν. 2447/2006 για την υποχρεωτική εκδίκαση όλων των υποθέσεων του οικογενειακού δικαίου σε όλα τα πολιτικά δικαστήρια της ουσίας από ειδικό τμήμα με αποκλειστική αρμοδιότητα. Στον ίδιο δικαιοδοτικό κύκλο πρέπει να συμπεριληφθεί και η λειτουργία του ποινικού Δικαστηρίου των ανηλίκων. Ετσι η εφαρμογή των ξεχασμένων διατάξεων του νόμου θα ήταν το πρώτο Βήμα για την αναβάθμιση και αποτελεσματικότερη λειτουργία του ποινικού Δικαστηρίου των ανηλίκων.
Η λειτουργία υπηρεσίας, με κατάλληλα στελέχη (ψυχολόγους, παιδοψυχιάτρους, νομικούς, παιδαγωγούς, κοινωνικούς λειτουργούς, κοινωνιολόγους), που θα συνεργάζεται και θα συνδράμει τους δικαστές και θα είναι οργανικά κοντά στο προαναφερόμενο Δικαστήριο, ώστε να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα του και η συνεχής σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν την δικαιοδοτική αρμοδιότητα, θα είναι καθοριστική για τον έλεγχο και τη μείωση των ενδο-οικογενειακών δυσλειτουργιών, της κακοποίησης των παιδιών και της νεανικής παραβατικότητας.
Δημήτρης Τσοποτός
Νομικός, Επιμελητής ανηλίκων Ρόδου
ΕΠΙΜΕΛΟΥΜΑΙ-Τρίμηνη Εκδοση Επιμελητών Ανηλίκων Διακστηρίων Ανηλίκων
Περίοδος Γ' Τεύχος 1ο