Ταξινόμηση
Η ταξινόμηση των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών είναι σημαντική, δεδομένου ότι προσφέρει έναν σαφή και συνοπτικό τρόπο επικοινωνίας για τους επαγγελματίες και τους ερευνητές που ασχολούνται με το θέμα. Επιπλέον, ένα χρήσιμο σύστημα ταξινόμησης μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη τεκμηριωμένων στρατηγικών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών (Prinstein, 2008). Οι προσπάθειες ταξινόμησης ξεκίνησαν με τον Menninger το 1935 και έχουν υποβληθεί σε πολλές παραλλαγές από τότε, ωστόσο ακόμη δεν έχει επιτευχθεί μια ευρείας κλίμακας υιοθέτηση ενός συστήματος ταξινόμησης χρήσιμου για τους κλινικούς ιατρούς και ερευνητές. Στην πραγματικότητα, οι κλινικοί γιατροί και οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη επιτύχει συναίνεση σχετικά με το τι να συμπεριλάβουν στους ορισμούς του αυτο-τραυματισμού και πώς να ταξινομήσουν τους μη αυτοκτονικούς αυτοτραυματισμούς σε κατηγορίες με νόημα (Claes & Vandereycken, 2007,Simeon & Favazza, 2001). Αν και πολλοί ερευνητές συνεχίζουν να συγχέουν τους μη αυτοκτονικούς αυτοτραυματισμούς και τις αυτοκτονικές συμπεριφορές, πραγματοποιείται μια μετατόπιση προς τη διαφοροποίηση και την πιο λεπτομερή κατηγοριοποίηση βασιζόμενη στη θνησιμότητα, την πρόθεση θανάτου και τη χρονιότητα (Yates, 2004).
Οι Claes και Vandereycken (2007) έχουν προσδιορίσει τις ακόλουθες εννέα διαστάσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί σε μια ποικιλία συνδυασμών στα προτεινόμενα συστήματα ταξινόμησης (αν και δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα ταξινόμησης που να περιλαμβάνει και τις εννέα διαστάσεις):
1.Τύπος δράσης που παράγει τον αυτο-τραυματισμό (π.χ., κόψιμο, κάψιμο κλπ.)
2.Εντοπισμός της βλάβης στο σώμα (π.χ.κεφάλι, χέρι)
3.Συχνότητα του μη αυτοκτονικού αυτοτραυματισμού κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (π.χ. πόσες φορές εμπλέκεται το άτομο σε αυτοτραυματιστική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια μιας ημέρας/ εβδομάδας/ μήνα)
4.Βαθμός των βλαβών που προκλήθηκαν από τον μη αυτοκτονικό αυτοτραυματισμό (δηλαδή, τη μέτρηση του τύπου του τραύματος, του αριθμό των τραυμάτων, ή της σοβαρότητας του τραυματισμού)
5.Ψυχολογική κατάσταση του ατόμου κατά τη στιγμή της εμπλοκής του με μη αυτοκτονικό αυτοτραυματισμό (π.χ., νοητική υστέρηση, οργανική νόσος, ψύχωση)
6.Λειτουργίες του μη αυτοκτονικού αυτοτραυματισμού (π.χ., αναζήτηση προσοχής, αποποίηση των ευθυνών, τρόπος αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων)
7.Κοινωνική ή μη αποδοχή των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών (δηλαδή, αποκλείονται πολιτισμικά επιβαλλόμενες συμπεριφορές)
8.Πραγματική ή δυνητική φονικότητα του τραυματισμού
9. Βαθμός αμεσότητας της βλάβης (π.χ., εάν οι βλάβες είναι άμεσα εμφανείς, όπως στο κόψιμο, ή τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εμφανή σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως με την κατάχρηση ουσιών)
Παρά τον μεγάλο αριθμό των συστημάτων ταξινόμησης που έχουν προταθεί, ένα ευρέως αποδεκτό σύστημα δεν υπάρχει. Στο πίνακα 1 παρουσιάζονται περιληπτικά τα διάφορα συστήματα καθώς και οι αδυναμίες τους.
Η αξιολόγηση της θανατηφόρου δυνατότητας του αυτοτραυματισμού μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη . Συχνά αξιολογείται βάση της σοβαρότητας των τραυματισμών, αλλά η σοβαρότητα των τραυματισμών μπορεί να μην αντικατοπτρίζει επαρκώς τις πραγματικές δυνατότητες. Στην περίπτωση της πρόκλησης ασφυξίας, για παράδειγμα, η θανατηφόρος δυνατότητα είναι πολύ μεγάλη, αν η πράξη ολοκληρωθεί, αλλά εάν η πράξη διακοπεί αμέσως τότε το άτομο μπορεί να έχει ελάχιστη ή και καμία σωματική βλάβη. Οι Lohner και Konrad (2006) πρότειναν ότι η θαναηφόρος δυνατότητα πρέπει να αξιολογείται με δύο τρόπους: (1) βάση της ιατρικής σοβαρότητας ( σοβαρότητα των τραυματισμών και κίνδυνος θανάτου από την πράξη) 2) βάση της σοβαρότητας του κινήτρου (πόσο ισχυρή ήταν η επιθυμία θανάτου κατά τη διάρκεια της πράξης.
Το πλέον συχνά αναφερόμενο σύστημα ταξινόμησης των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών προτάθηκε από τον Favazza (Favazza, 1996? Favazza & Rosenthal, 1990? Favazza & Συμεών, 1995). Αποτελεί μια ολοκληρωμένη προσπάθεια με μεγάλη χρησιμότητα για την ερευνητική και κλινική πρακτική. Ωστόσο, αδυνατεί να συμπεριλάβει τα θέματα των κινήτρων και της έναρξης των μη αυτοκτονικών αυττοτραυματισμών. Για παράδειγμα, ενώ το κίνητρο για τη στερεοτυπική NSSI που σχετίζεται με τον αυτισμό ή τη νοητική υστέρηση περισσότερο κατανοητό(δηλαδή, η διαταραχή πυροδοτεί τον αυτοτραυματισμό), δεν εξετάζει τα κίνητρα για τους άλλους τύπους αυτοτραυματισμών (π.χ., παρορμητικό κόψιμο του δέρματος).
Η ταξινόμηση των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών είναι σημαντική, δεδομένου ότι προσφέρει έναν σαφή και συνοπτικό τρόπο επικοινωνίας για τους επαγγελματίες και τους ερευνητές που ασχολούνται με το θέμα. Επιπλέον, ένα χρήσιμο σύστημα ταξινόμησης μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη τεκμηριωμένων στρατηγικών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών (Prinstein, 2008). Οι προσπάθειες ταξινόμησης ξεκίνησαν με τον Menninger το 1935 και έχουν υποβληθεί σε πολλές παραλλαγές από τότε, ωστόσο ακόμη δεν έχει επιτευχθεί μια ευρείας κλίμακας υιοθέτηση ενός συστήματος ταξινόμησης χρήσιμου για τους κλινικούς ιατρούς και ερευνητές. Στην πραγματικότητα, οι κλινικοί γιατροί και οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη επιτύχει συναίνεση σχετικά με το τι να συμπεριλάβουν στους ορισμούς του αυτο-τραυματισμού και πώς να ταξινομήσουν τους μη αυτοκτονικούς αυτοτραυματισμούς σε κατηγορίες με νόημα (Claes & Vandereycken, 2007,Simeon & Favazza, 2001). Αν και πολλοί ερευνητές συνεχίζουν να συγχέουν τους μη αυτοκτονικούς αυτοτραυματισμούς και τις αυτοκτονικές συμπεριφορές, πραγματοποιείται μια μετατόπιση προς τη διαφοροποίηση και την πιο λεπτομερή κατηγοριοποίηση βασιζόμενη στη θνησιμότητα, την πρόθεση θανάτου και τη χρονιότητα (Yates, 2004).
Οι Claes και Vandereycken (2007) έχουν προσδιορίσει τις ακόλουθες εννέα διαστάσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί σε μια ποικιλία συνδυασμών στα προτεινόμενα συστήματα ταξινόμησης (αν και δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα ταξινόμησης που να περιλαμβάνει και τις εννέα διαστάσεις):
1.Τύπος δράσης που παράγει τον αυτο-τραυματισμό (π.χ., κόψιμο, κάψιμο κλπ.)
2.Εντοπισμός της βλάβης στο σώμα (π.χ.κεφάλι, χέρι)
3.Συχνότητα του μη αυτοκτονικού αυτοτραυματισμού κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (π.χ. πόσες φορές εμπλέκεται το άτομο σε αυτοτραυματιστική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια μιας ημέρας/ εβδομάδας/ μήνα)
4.Βαθμός των βλαβών που προκλήθηκαν από τον μη αυτοκτονικό αυτοτραυματισμό (δηλαδή, τη μέτρηση του τύπου του τραύματος, του αριθμό των τραυμάτων, ή της σοβαρότητας του τραυματισμού)
5.Ψυχολογική κατάσταση του ατόμου κατά τη στιγμή της εμπλοκής του με μη αυτοκτονικό αυτοτραυματισμό (π.χ., νοητική υστέρηση, οργανική νόσος, ψύχωση)
6.Λειτουργίες του μη αυτοκτονικού αυτοτραυματισμού (π.χ., αναζήτηση προσοχής, αποποίηση των ευθυνών, τρόπος αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων)
7.Κοινωνική ή μη αποδοχή των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών (δηλαδή, αποκλείονται πολιτισμικά επιβαλλόμενες συμπεριφορές)
8.Πραγματική ή δυνητική φονικότητα του τραυματισμού
9. Βαθμός αμεσότητας της βλάβης (π.χ., εάν οι βλάβες είναι άμεσα εμφανείς, όπως στο κόψιμο, ή τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εμφανή σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως με την κατάχρηση ουσιών)
Παρά τον μεγάλο αριθμό των συστημάτων ταξινόμησης που έχουν προταθεί, ένα ευρέως αποδεκτό σύστημα δεν υπάρχει. Στο πίνακα 1 παρουσιάζονται περιληπτικά τα διάφορα συστήματα καθώς και οι αδυναμίες τους.
Η αξιολόγηση της θανατηφόρου δυνατότητας του αυτοτραυματισμού μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη . Συχνά αξιολογείται βάση της σοβαρότητας των τραυματισμών, αλλά η σοβαρότητα των τραυματισμών μπορεί να μην αντικατοπτρίζει επαρκώς τις πραγματικές δυνατότητες. Στην περίπτωση της πρόκλησης ασφυξίας, για παράδειγμα, η θανατηφόρος δυνατότητα είναι πολύ μεγάλη, αν η πράξη ολοκληρωθεί, αλλά εάν η πράξη διακοπεί αμέσως τότε το άτομο μπορεί να έχει ελάχιστη ή και καμία σωματική βλάβη. Οι Lohner και Konrad (2006) πρότειναν ότι η θαναηφόρος δυνατότητα πρέπει να αξιολογείται με δύο τρόπους: (1) βάση της ιατρικής σοβαρότητας ( σοβαρότητα των τραυματισμών και κίνδυνος θανάτου από την πράξη) 2) βάση της σοβαρότητας του κινήτρου (πόσο ισχυρή ήταν η επιθυμία θανάτου κατά τη διάρκεια της πράξης.
Το πλέον συχνά αναφερόμενο σύστημα ταξινόμησης των μη αυτοκτονικών αυτοτραυματισμών προτάθηκε από τον Favazza (Favazza, 1996? Favazza & Rosenthal, 1990? Favazza & Συμεών, 1995). Αποτελεί μια ολοκληρωμένη προσπάθεια με μεγάλη χρησιμότητα για την ερευνητική και κλινική πρακτική. Ωστόσο, αδυνατεί να συμπεριλάβει τα θέματα των κινήτρων και της έναρξης των μη αυτοκτονικών αυττοτραυματισμών. Για παράδειγμα, ενώ το κίνητρο για τη στερεοτυπική NSSI που σχετίζεται με τον αυτισμό ή τη νοητική υστέρηση περισσότερο κατανοητό(δηλαδή, η διαταραχή πυροδοτεί τον αυτοτραυματισμό), δεν εξετάζει τα κίνητρα για τους άλλους τύπους αυτοτραυματισμών (π.χ., παρορμητικό κόψιμο του δέρματος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου