O όρος ιδρυματοποίηση αναφερόμενος στο καθεστώς της φυλακής αποδίδεται στα αγγλικά με τη λέξη «prisonization» για να αποτυπώσει το γεγονός ότι για όσο μεγαλύτερο διάστημα φυλακίζεται κάποιος τόσο περισσότερο θα «εγκληματοποιείται» και θα αποστασιοποιείται από τις κοινωνικές αξίες του «έξω» κόσμου. Όπως περιγράφεται και παρακάτω, η διαδικασία περιλαμβάνει αλλαγές σε ατομικό επίπεδο που προοδευτικά ωθούν το ατομο να υιοθετήσει τις αξίες και τα μοτίβα συμπεριφοράς των συγκρατούμενων του. Έχουν διατυπωθεί 2 διαφοροποιημένες απόψεις σχετικά με τη διαδικασία της ιδρυματοποίησης («prisonization»). Επιστήμονες από το χώρο της κοινωνιολογίας ισχυρίζονται ότι αυτό που είναι πο καθοριστικό έχει να κάνει με προϋπάρχουσες στάσεις και συμπεριφορές που επιδείκνυε το άτομο πριν την φυλάκιση του και οι οποίες είναι καθοριστικές για την πορεία της ιδρυματοποίησης. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι κατά κύριο λόγο ευθύνονται οι συνθήκες που συναντά κανείς στο εκάστοτε κατάστημα κράτησης. Έτσι, ο βαθμός ιδρυματοποίησης καθορίζεται από παράγοντες όπως είναι η προσωπικότητα του ατόμου, το υποστηρικτικό πλαίσιο εκτός φυλακής, η διάρκεια της ποινής, οι δεσμοί με άλλα παραβατικά άτομα, η προσαρμογή στον κοινωνικό ρόλο του κρατούμενου, οι προσδοκίες του ατόμου για την περίοδο μετά την αποφυλάκιση, η αυτοαντίληψη, ο βαθμός αποξένωσης από την κοινωνία κλπ. Ωστόσο, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να εξετάσουμε την ιδρυματοποίηση σαν ένα επιπρόσθετο παράγοντα που σε συνδυασμό με άλλες μεταβλητές επιδρούν στην διαδικασία προσαρμογής κατά τον εγκλεισμό παρά σαν μια πρωταρχική μέθοδο που μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια αναφορά στη θεωρία της επιτυχούς αντιμετώπισης –Coping theory-.