Το νομικό πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, παρά τους αναχρονισμούς ή ατέλειες που μπορεί να περιέχει, ουσιαστικά αναδεικνύει τα κενά και προβλήματά του, κατά την εφαρμογή του. Βρισκόμαστε, δυστυχώς, συχνά μπροστά σε φαινόμενα παρέκκλισης από το νόμο, κατά τη διαδικασία της άρσης του καταλογισμού, της ακούσιας νοσηλείας ή της δικαστικής συμπαράστασης. Κι αυτό σημαίνει ότι η παρέκκλιση είναι πολύ μεγαλύτερη αν εξετασθεί η ουσία των πραγμάτων, δηλαδή κατά πόσον υπάρχει μέριμνα για να προστατευθεί και να ωφεληθεί μέσω του νόμου ο ασθενής.
Άρση του καταλογισμού
Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, προβλέπονται βιολογικές προϋποθέσεις για τον ορισμό της ανικανότητας για καταλογισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ποινικό σύστημα χρησιμοποιεί τη μικτή βιολογική-ψυχολογική μέθοδο.
Παρ’ όλα αυτά στον προσδιορισμό των βιολογικών προϋποθέσεων ανακύπτουν διάφορα προβλήματα. Για παράδειγμα, το άρθρο 34 ΠΚ δεν αναφέρει τίποτα για ψυχικές διαταραχές που δεν έχει αποδειχθεί ότι αποδίδονται σε οργανικούς παράγοντες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι διαταραχές που είναι ασαφείς ή υπονοούνται από το νόμο αφήνονται ελεύθερες στο πεδίο της ψυχιατρικής να τις προσδιορίσει, υπόκεινται δηλαδή στην υποκειμενική άποψη του ψυχιάτρου εμπειρογνώμονα.Επίσης, πολύ συχνά η διαπίστωση και μόνο της ύπαρξης ψυχικής ασθένειας οδηγεί στην υποστήριξη της άρσης του καταλογισμού. Όμως, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν πρέπει να οδηγεί αυτονόητα στο συμπέρασμα ότι ο δράστης δε γνώριζε το άδικο των πράξεών του.
Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου είναι ότι η ψυχιατρική γνωμάτευση λαμβάνει χώρα, συνήθως, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα και αφότου έχουν μεσολαβήσει η σύλληψη και προσαγωγή του δράστη, ο εγκλεισμός του στη φυλακή, γεγονότα ικανά να διαφοροποιήσουν την ψυχική εικόνα και κατάσταση του δράστη.
Ο ακαταλόγιστος παραβάτης υποβάλλεται σε ένα ιδιότυπο νομικό – ψυχιατρικό καθεστώς, το οποίο διαφέρει και μειονεκτεί τόσο από το καθεστώς του απλού παραβάτη όσο και από το καθεστώς του νοσηλευόμενου σε ψυχιατρική μονάδα. Σκοπός του «μέτρου δημόσιας ασφαλείας» (άρθρο 70 ΠΚ) αποτελεί όχι ο κολασμός του δράστη, αλλά ούτε και η θεραπεία του ψυχικά ασθενούς αυτού δράστη. Αποτελεί η προφύλαξη της κοινωνίας από την επικίνδυνη συμπεριφορά αυτού. Ο έγκλειστος ακαταλόγιστος δράστης όχι μόνο δεν απολαμβάνει τα «ευεργετήματα» του ποινικού κρατούμενου (μετατροπή ποινής, το ορισμένο του χρόνου έκτισης, υφ’ όρων απόλυση, άδειες εξόδου), αλλά ματαιώνεται και η κάθε θεραπευτική προσέγγιση αυτού, αφού το κρίσιμο στοιχείο για το εγκλεισμό του αποτελεί ο βαθμός επικινδυνότητας και όχι η πορεία της υγείας του. Εξάλλου, σε ένα κράτος δικαίου, η στέρηση της ελευθερίας για θεραπευτικούς λόγους αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και λαμβάνει χώρα με αυξημένες προϋποθέσεις, με πρώτιστη αυτή την ύπαρξη της ασθένειας και για χάρη του θεραπευτικού αποτελέσματος, και όχι το πρόσχημα της «επικίνδυνης συμπεριφοράς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου